αυθαδειαζομαι

αυθαδειαζομαι
    αὐθαδειάζομαι
    αὐθᾱδειάζομαι
    Sext. = αὐθαδίζομαι См. αυθαδιζομαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αυθαδειαζομαι" в других словарях:

  • αὐθαδειαζομένων — αὐθαδειάζομαι pres part mp fem gen pl αὐθαδειάζομαι pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐθαδειαζομένη — αὐθαδειάζομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθαδ(ε)ιάζω — [AM αὐθαδ(ε)ιάζομαι] συμπεριφέρομαι ἡ μιλάω με αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. αυθαδειάζομαι < αυθάδεια αυθαδιάζομαί < αυθαδία] …   Dictionary of Greek

  • ἀπαυθαδειαζομένους — ἀπό αὐθαδειάζομαι pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαυθαδειάζομαι — ἀπό αὐθαδειάζομαι pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»